«Τόσοι ήσαν που μαζεύτηκαν σύντροφοι του Αισονίδη.
Οι γείτονες επίλεκτους τους λέγανε Μινύες,
όλους χωρίς διάκριση, γιατί οι πιο υπεράξιοι,
κι ήσαν οι περισσότεροι- καυχιούνταν από τις κόρες
του Μινύα που κρατούσαν' αφού κι αυτός ο ίδιος
ο Ιάσονας μητέραν, εγγονή είχε του Μινύα, την κόρη
της θυγατέρας του Κλυμένης Αλκιμέδα»
Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικά, Άσμα Α' , στ. 230 -236
Ο Ιάσων ζήτησε από τον ξάδερφο του τον ναυπηγό Άργο να κατασκευάσει το πλοίο, που θα τον πήγαινε στην Κολχίδα.
Το πλοίο, το κατασκεύασε ο Αργος, ο γιος του Φρίξου, από τον οποίον πήρε και το όνομα του, ''Αργώ''. Ήταν φτιαγμένο από έλατα του όρους Πηλίου, υπό την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς. Είχε πενήντα κουπιά και στην πρύμνη η Αθηνά είχε τοποθετήσει ένα κομμάτι από την ιερή ομιλούσα βαλανιδιά των Δοδόνων.
Ο Ιάσονας ζήτησε από τον Ηρακλή, ο οποίος είχε μόλις φέρει σε πέρας τον άθλο του Ερυμάνθου κάπρου, να αναλάβει την αρχηγία, αλλά δεν το δέχθηκε.
Αφού πέρασαν από τη Λήμνο , τη Σαμοθράκη , την Κύζικο (όπου από τραγική παρεξήγηση ο Ιάσων σκότωσε τον ομώνυμο βασιλιά), τη Μυσία , τις χώρες των Βεβρύκων και των Μαριανδυνών, και αφού απάλλαξαν τον Φινέα από τις Άρπυιες ,και αφού πέρασαν, χάρη στις συμβουλές του μάντη Φινέα, χωρίς καμιά βλάβη τις Συμπληγάδες Πέτρες του Βοσπόρου έφθασαν στην Κολχίδα
Ο Αιήτης σαν άκουσε πως ο Ιάσονας γύρευε το χρυσόμαλλο δέρας του ανέθεσε να ζέψει άγριους ταύρους και να σπείρει το χωράφι, όπου έβοσκαν με δόντια δράκοντα , για να του δώσει αυτό που ζητούσε. Την ώρα που ο Ιάσονας ξεκινούσε για να εκτελέσει την παραγγελία του Αιήτη, τον πλησίασε η Μήδεια , η κόρη του βασιλέα που τον είχε αγαπήσει και τον συμβούλεψε τι έπρεπε να κάνει για να επιτύχει.
Αφού έζεψε τους ταύρους, έσπειρε τα δόντια του δράκοντα, απ' όπου άρχισαν να φυτρώνουν άπειροι πολεμιστές, οπλισμένοι με δόρατα και ασπίδες. Ο Ιάσονας κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο και έριξε μια πέτρα ανάμεσά τους. Οι πολεμιστές άρχισαν να μαλώνουν μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι. Αλλά ο Αιήτης αρνήθηκε να δώσει στον Ιάσονα το δέρμα, παρ' όλο που του το είχε υποσχεθεί. Έτσι ο νέος με τη βοήθεια της Μήδεια και του φίλου του Ορφέα, πήγε στο ιερό δάσος του Άρη, όπου βρισκόταν το χρυσόμαλλο δέρμα και ο φοβερός δράκος που το φύλαγε. Η Μήδεια πλησίασε και με τα μάγια της ημέρεψε το θηρίο, ενώ ο Ορφέας με το τραγούδι του και τη λύρα του το αποκοίμισε.
Έτσι ο Ιάσονας πήρε το δέρμα και γρήγορα, μαζί με τη Μήδεια γύρισε στο καράβι και ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής.
Λέει ο μύθος ότι η Μήδεια που ήταν μάγισσα, άρπαξε τον αδελφό της τον Άψυρτο και αργότερα τον σκότωσε και τον έκοψε κομμάτια που τα έριχνε στη θάλασσα, για να απασχολεί τον πατέρα της που τους καταδίωκε και να τον κάνει να καθυστερεί μαζεύοντας όλα τα κομμάτια του άμοιρου παιδιού του.
Όταν οι Αργοναύτες απομακρύνθηκαν από την Κολχίδα, προχώρησαν προς τα βόρεια, για να επιστρέψουν στην Ελλάδα από άλλο δρόμο, επειδή ο τυφλός μάντης Φινέας τους είχε προειδοποιήσει ότι θα καταστρέφονταν, αν ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο που είχαν κάνει για να φθάσουν στην Κολχίδα.
Τους Αργοναύτες όμως τους περίμεναν τρομερές ταλαιπωρίες γιατί οι θεοί είχαν εξοργιστεί με τον άδικο φόνο του Άψυρτου και είχαν αποφασίσει να εμποδίσουν την επιστροφή τους στην Ιωλκό. Με τη βοήθεια της Θέτιδας σώθηκαν από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και με τη βοήθεια του Τρίτωνα έφθασαν μετά από μύριες περιπέτειες, στην Κρήτη.
Μετά από πρόσθετες περιπέτειες, καθώς ο Δίας ήταν οργισμένος για το έγκλημα και τους έστελνε πλέον συνεχώς τρικυμίες, και αφού αντιμετώπισαν τον Τάλω στην Κρήτη , κινδύνευσαν στο Κρητικό Πέλαγος. Ο Ιάσονας ικέτευσε τον Απόλλωνα να τους δείξει τον δρόμο. Πραγματικά, ο θεός του φωτός επάκουσε τη δέηση του ήρωα και τους έστειλε μια φωτεινή δέσμη η οποία τους οδήγησε σε μία από τις Σποράδες , από όπου στη συνέχεια βρήκαν τον δρόμο τους για την Ιωλκό.
Ο Ιάσονας, έχοντας πάρει ως σύζυγό του τη Μήδεια, παρέδωσε στον Πελία το Χρυσόμαλλο Δέρας.